- χάβρα
- η1) синагога; 2) перен. презр, шумное сборище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάβρα — η, Ν 1. η συναγωγή τών Εβραίων 2. μτφ. θορυβώδης συγκέντρωση, οχλοβοή («τί χάβρα είναι αυτή;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. havra] … Dictionary of Greek
χάβρα — η (λ. εβρ.) 1. η συναγωγή των Εβραίων. 2. οχλαγωγία, θορυβώδης συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οχλαγωγία — η (Α ὀχλαγωγία) [οχλαγωγός] θορυβώδης συνάθροιση πλήθους νεοελλ. 1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών 2. (κατ επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα αρχ.… … Dictionary of Greek
συναγωγή — Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία… … Dictionary of Greek
συναγώγι — το / συναγώγιον ΝΜΑ, και συναγώι Ν [συναγωγός] ο τόπος τής κοινής προσευχής τών Ιουδαίων, η συναγωγή, η χάβρα νεοελλ. φρ. «εβραίικο συναγώ (γ)ι» συγκέντρωση ανθρώπων που θορυβούν ή συζητούν όλοι μαζί και χωρίς τάξη αρχ. 1. συμπόσιο που γίνεται με … Dictionary of Greek
συναγωγή — η 1. συγκέντρωση, μάζεμα: Συναγωγή λέξεων. 2. άθροισμα ατόμων ή πραγμάτων: Στη συναγωγή μίλησε ο αρχηγός τους. 3. τόπος συνάθροισης και κοινής προσευχής των Ιουδαίων, η χάβρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγώγι — το η χάβρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)